-
1 αἶπος
A height, steep, A.Ag. 285, 309, etc.; πρὸς αἶπος ὁδοιπορῆσαι, ἰέναι to toil up- hill, Hp.Morb.2.51,70; πρὸς αἶπος ἔρχεται, metaph. of a difficult task, E.Alc. 500: hence αἶ. (v.l. ἆπος ) ἐκβαλὼν ὁδοῦ, i.e. the weariness of the ascent (expl. by Hsch. as κάματος), Id.Ph. 851 (unless ἐκβαλών = 'forgetting'). -
2 αἶπος
αἶπος, τό, Höhe, Berg, Aesch. Ag. 276. 300; Theocr. 7, 148; sp. D. Uebertr., πρὸς αἶπος ἔρχεται, d. i. schwieriges unternimmt er, Eur. Alc. 518.
См. также в других словарях:
αίπος — αἶπος, το (Α) 1. ύψωμα, γκρεμός 2. δύσκολο, επίμοχθο έργο, «βουνό» (πρβλ. τη μεταφορ. φράση «πρὸς αἶπος ἔρχεται» Ευριπ. Άλκ. 500) 3. κούραση, κάματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αἶπος μαρτυρείται στους τραγικούς και στον Ιπποκράτη, δηλ. πολύ αργότερα από το… … Dictionary of Greek